- στάδιος
- -ία, -ον, θηλ. ιων. τ. -ίη, Α1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.)2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό3. στητός, ορθός, ίσος4. (ειδικά για χιτώνα) αυτός που πέφτει κάθετα προς τα κάτω, χωρίς ζώνη5. (για θώρακα) άκαμπτος, αλύγιστος, αυτός που δεν έχει αρμούς ώστε να τυλίγεται6. σταθερός, συμπαγής, ακλόνητος («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.)7. ζυγισμένος με σταθμά8. το ουδ. ως ουσ. τὸ στάδιονη ακινησία9. φρ. «σταδίη ὑσμίνη» — μάχη εκ τού συστάδην, σώμα με σώμα (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην* (< ἵστημι) με επίθημα -ιος (πρβλ. ἐκτάδιος: ἐκτάδην)βλ. και λ. σταδ-αῖος].
Dictionary of Greek. 2013.